- ἐπιβαλλομένα
- ἐπιβαλλομένᾱ , ἐπιβάλλωthrowpres part mp fem nom/voc/acc dualἐπιβαλλομένᾱ , ἐπιβάλλωthrowpres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβαλλόμενα — ἐπιβάλλω throw pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαλλομένας — ἐπιβαλλομένᾱς , ἐπιβάλλω throw pres part mp fem acc pl ἐπιβαλλομένᾱς , ἐπιβάλλω throw pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαλλομέναν — ἐπιβαλλομένᾱν , ἐπιβάλλω throw pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκατώρυχος — ον, Α παραχωμένος, τοποθετημένος κάτω από το χώμα («τὰ κλήματα ἐπιβαλλόμενα καὶ ὑποκατώρυχα καθιέμενα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατώρυξ, υχος «αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος»] … Dictionary of Greek